- ἐλαττώματος
- ἐλάττωμαinferiorityneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
влечениѥ — ВЛЕЧЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Действие по гл. влещи. 1.В 1 знач.: съквозѣ тесна˫а. и непроходима˫а мѣста влѣкома бѣста. и въ влѣчении томь и оударении о камениѥ. предаста ст҃ѣи свои д҃ша г(с)ви. Пр 1383, 146а. 2. В 3 знач.: Иже хотѩи къ свершенью приити … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… … Dictionary of Greek
τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… … Dictionary of Greek
υπεραναπλήρωση — η, Ν (ιατρ. ψυχολ.) ψυχοδυναμικός μηχανισμός άμυνας που χαρακτηρίζεται από συνειδητή ή ασύνειδη υπερβολή στη διόρθωση ή αναπλήρωση μιας πραγματικής ή φανταστικής σωματικής ή ψυχικής αδυναμίας ή ενός ελαττώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + αναπλήρωση … Dictionary of Greek
χαζομάρα — και χαζομάρα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού χαζού, το να είναι κανείς χαζός ή να γίνεται χαζός 2. λόγος ή πράξη χαζού, ανοησία, ανόητη ενέργεια, απερισκεψία, κουταμάρα (α. «λέει συνεχώς χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια μεγάλη χαζομάρα»).… … Dictionary of Greek
ψελλίζω — ΝΑ [ψελλός] προφέρω δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος νεοελλ. μιλώ σαστισμένα, κομπιάζω αρχ. 1. (για νήπια) αρθρώνω τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ὅλως οὐδὲ λαλοῡμεν οὐδέν, εἶτα ὀψέποτε ψελλίζομεν»,… … Dictionary of Greek
αναστροφή — η 1. αναποδογύρισμα: Είχαν αρχίσει να φοβούνται αναστροφή του σκάφους. 2. αλλαγή πορείας ιστιοφόρου ώστε να χει τον άνεμο από την αντίθετη πλευρά: Ούτε με την αναστροφή κατάφεραν να μπουν στο λιμάνι. 3. ανέβασμα του τόνου δισύλλαβης πρόθεσης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενσαρκώνω — ενσάρκωσα, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος, μτβ. 1. δίνω σάρκες, δηλ. υλική υπόσταση, σε κάτι ή σε κάποιον: Ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. 2. μτφ., εμφανίζω κάτι τόσο απτά, σαν να το υλοποιώ (να του δίνω σάρκα και οστά): Στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)